πυραμιδικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυραμιδικός]], -ή, -όν, <i>ΝΑ</i> [[πυραμίς]], -[[ίδος]]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] πυραμίδας, [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πυραμιδική [[οδός]]»<br />(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική [[οδός]], η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο [[τμήμα]] του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν [[δεξιά]] και αριστερά από την πρόσθια [[μέση]] τις πυραμίδες<br />β) «πυραμιδικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] συμπτωμάτων που ακολουθούν τη [[διακοπή]] της πυραμιδικής οδού, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[παράλυση]] ή [[πάρεση]], η σπαστική [[υπερτονία]], η [[ενίσχυση]] των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυραμιδικώς]] / <i>πυραμιδικῶς</i> ΝΑ<br />με πυραμιδικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[πυραμιδικός]], -ή, -όν, <i>ΝΑ</i> [[πυραμίς]], -ίδος]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] πυραμίδας, [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πυραμιδική [[οδός]]»<br />(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική [[οδός]], η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο [[τμήμα]] του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν [[δεξιά]] και αριστερά από την πρόσθια [[μέση]] τις πυραμίδες<br />β) «πυραμιδικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] συμπτωμάτων που ακολουθούν τη [[διακοπή]] της πυραμιδικής οδού, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[παράλυση]] ή [[πάρεση]], η σπαστική [[υπερτονία]], η [[ενίσχυση]] των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυραμιδικώς]] / <i>πυραμιδικῶς</i> ΝΑ<br />με πυραμιδικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδῐκός Medium diacritics: πυραμιδικός Low diacritics: πυραμιδικός Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pyramidikós Transliteration B: pyramidikos Transliteration C: pyramidikos Beta Code: puramidiko/s

English (LSJ)

πυραμιδική, πυραμιδικόν, pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. πυραμιδικῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυραμιδικός, -ή, -όν, ΝΑ πυραμίς, -ίδος]
αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας
2. φρ. α) «πυραμιδική οδός»
(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική οδός, η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο τμήμα του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν δεξιά και αριστερά από την πρόσθια μέση τις πυραμίδες
β) «πυραμιδικό σύνδρομο»
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που ακολουθούν τη διακοπή της πυραμιδικής οδού, όπως είναι λ.χ. η παράλυση ή πάρεση, η σπαστική υπερτονία, η ενίσχυση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών.
επίρρ...
πυραμιδικώς / πυραμιδικῶς ΝΑ
με πυραμιδικό τρόπο.