γυροδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[running]] [[round]] in a [[circle]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 3 March 2024
English (LSJ)
γυροδρόμον, running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.
Spanish (DGE)
(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.
German (Pape)
[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
γῡροδρόμος: вращающийся, кружащийся (πέτρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.
Greek Monolingual
γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.
Greek Monotonic
γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.