λιθοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιθοκόπος]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[θραύση]] λίθων, [[λιθοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] με το οποίο θραύονται λίθοι<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=ο (AM [[λιθοκόπος]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[θραύση]] λίθων, [[λιθοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] με το οποίο θραύονται λίθοι<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[δημοκόπος]], [[ξυλοκόπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:47, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκόπος Medium diacritics: λιθοκόπος Low diacritics: λιθοκόπος Capitals: ΛΙΘΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: lithokópos Transliteration B: lithokopos Transliteration C: lithokopos Beta Code: liqoko/pos

English (LSJ)

ὁ, stonecutter, Antipho Soph.92, D.47.65, IG3.307, prob. in 3455.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, Steinhauer, Dem. 47, 65.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκόπος:каменотес Dem.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόπος: ὁ, ὁ κόπτων, πελεκῶν λίθους, Δημ. 1159. 9.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοκόπος)
αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης
νεοελλ.
εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι
μσν.
αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.

Greek Monotonic

λῐθοκόπος: ὁ (κόπτω), αυτός που κόβει, που πελεκάει λίθους, σε Δημ.

Middle Liddell

λῐθο-κόπος, ὁ, κόπτω
a stone-cutter, Dem.