ἱμαντομάχος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἱμαντομᾰ́χος | ||
|Medium diacritics=ἱμαντομάχος | |Medium diacritics=ἱμαντομάχος | ||
|Low diacritics=ιμαντομάχος | |Low diacritics=ιμαντομάχος |
Latest revision as of 16:13, 4 February 2024
English (LSJ)
[μᾰ], ον, fighting with the caestus, Orac.in Tz.H.7.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντομάχος: -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.
Greek Monolingual
ἱμαντομάχος, -ον (Μ)
αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλομάχος, σφαιρομάχος].