μαλακόδερμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakodermos | |Transliteration C=malakodermos | ||
|Beta Code=malako/dermos | |Beta Code=malako/dermos | ||
|Definition=μαλακόδερμον, [[soft-skinned]], Arist.''HA''489b15, al. | |Definition=μαλακόδερμον, [[soft-skinned]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489b15, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
μαλακόδερμον, soft-skinned, Arist.HA489b15, al.
German (Pape)
weichhäutig, -schalig; Schol. Ar. Th. 199; ᾠά, Arist. H.A. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].