συνωριαστής: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], - | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαστής</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>συνωριάζω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:16, 1 March 2024
English (LSJ)
συνωριαστοῦ, ὁ, one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d'un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.
German (Pape)
ὁ, der auf einem zweispännigen Wagen fährt, Luc. Zeux. 9.
Russian (Dvoretsky)
συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].
Greek Monotonic
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
Middle Liddell
συνωριαστής, οῦ, ὁ,
one who drives a συνωρίς, Luc. [from συνωρίζω