σταθμόω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "vermuthen" to "vermuten") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σταθμόω]]† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. [[σταθμάω]] II]<br />to [[form]] an [[estimate]], to [[judge]] or [[conclude]] by or from a [[thing]], Hdt. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ins [[Standquartier]] od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 6: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σταθμόω:''' ο Μέσ. αόρ. | |lsmtext='''σταθμόω:''' ο Μέσ. αόρ. αʹ <i>σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι</i> (βλ. [[σταθμάω]] II), [[διαμορφώνω]] [[εκτίμηση]], κάνω υπολογισμό, [[σταθμίζω]], [[κρίνω]] ή [[συμπεραίνω]] με [[βάση]] [[κάτι]] ή από [[κάτι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 21 November 2023
Middle Liddell
σταθμόω† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. σταθμάω II]
to form an estimate, to judge or conclude by or from a thing, Hdt.
German (Pape)
[Seite 928] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμόω: ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε σταθμάω ΙΙ), «ἐκτιμῶ», κρίνω ἢ συμπεραίνω ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., συμπεραίνω ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
Greek Monotonic
σταθμόω: ο Μέσ. αόρ. αʹ σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι (βλ. σταθμάω II), διαμορφώνω εκτίμηση, κάνω υπολογισμό, σταθμίζω, κρίνω ή συμπεραίνω με βάση κάτι ή από κάτι, σε Ηρόδ.