χαριτώπης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
m (Text replacement - "anmuthig" to "anmutig")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charitopis
|Transliteration C=charitopis
|Beta Code=xaritw/phs
|Beta Code=xaritw/phs
|Definition=χαριτώπου, ὁ, ([[ὤψ]]) [[graceful of aspect]], Orph.''H.''17.5: fem. <b class="b3">χαριτῶπις, ιδος,</b> ''IG''3.1376.
|Definition=χαριτώπου, ὁ, ([[ὤψ]]) [[graceful of aspect]], Orph.''H.''17.5: fem. [[χαριτῶπις]], -ιδος, ''IG''3.1376.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:24, 15 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτώπης Medium diacritics: χαριτώπης Low diacritics: χαριτώπης Capitals: ΧΑΡΙΤΩΠΗΣ
Transliteration A: charitṓpēs Transliteration B: charitōpēs Transliteration C: charitopis Beta Code: xaritw/phs

English (LSJ)

χαριτώπου, ὁ, (ὤψ) graceful of aspect, Orph.H.17.5: fem. χαριτῶπις, -ιδος, IG3.1376.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, von anmutigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à l'air gracieux.
Étymologie: χάρις, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώπης: -ου, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν πλήρη χάριτος, Ὀρφ. Ὕμν 16. 5· θηλ. χαριτῶπις, ιδος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτημ. 209.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ώπιδος, Α
χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώπης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώπης / -ῶπις].

Greek Monotonic

χαρῐτώπης: -ου, ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ιδος (ὤψ), ευχάριστος στην όψη, χαριτωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, φεμ. χαριτῶπις, ιδος, [ὤψ]
graceful of aspect, Anth.