Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stytikos
|Transliteration C=stytikos
|Beta Code=stutiko/s
|Beta Code=stutiko/s
|Definition=ή, όν, (στύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing priapism</b>, <b class="b3">σ. δυνάμεις</b> <b class="b2">aphrodisiacs</b>, <span class="bibl">Phylarch.35</span>(b)J. (<b class="b3">στυπτ-</b> codd.Ath.).</span>
|Definition=στυτική, στυτικόν, ([[στύω]]) [[excitatory]], [[causing erection]], [[causing priapism]], <b class="b3">στυτικαὶ δυνάμεις</b> [[aphrodisiacs]], Phylarch.35(b)J. ([[στυπτικός]] codd.Ath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.
}}
{{ls
|lstext='''στῡτικός''': -ή, -όν, ([[στύω]]) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν [[μόριον]], στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στύω]], <i>στύομαι</i>]<br />αυτός που προκαλεί [[στύση]] του πέους, [[διεγερτικός]] της αφροδίσιας ορμής.
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡτικός Medium diacritics: στυτικός Low diacritics: στυτικός Capitals: ΣΤΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stytikós Transliteration B: stytikos Transliteration C: stytikos Beta Code: stutiko/s

English (LSJ)

στυτική, στυτικόν, (στύω) excitatory, causing erection, causing priapism, στυτικαὶ δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτικός codd.Ath.).

German (Pape)

[Seite 959] zur Aufrichtung des männlichen Gliedes gehörig, dieselbe bewirkend, Ath. I, 18 e.

Greek (Liddell-Scott)

στῡτικός: -ή, -όν, (στύω) ὁ προξενῶν πριαπισμόν, διεγείρων ἢ ἐρεθίζων τὸ ἀνδρικὸν μόριον, στ. δυνάμεις, τὰ ἀφροδισιακὰ φάρμακα, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 18Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυτικός, -ή, -όν, ΝΑ στύω, στύομαι]
αυτός που προκαλεί στύση του πέους, διεγερτικός της αφροδίσιας ορμής.