συνορέω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "met dat" to "met dat") |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[συνορῶ]] :<br />[[confiner à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύνορος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 17:02, 5 November 2024
English (LSJ)
to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with.., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.
French (Bailly abrégé)
συνορῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.
German (Pape)
mit angrenzen, Pol. 5.55.1.
Russian (Dvoretsky)
συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).
Greek Monotonic
συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.
Middle Liddell
fut. ήσω σύνορος
to be conterminous, Polyb.