ἐξοπτάω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐξοπτῶ]] :<br />faire rôtir ; [[ἐν]] καμίνῳ HDT dans un four.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀπτάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
A bake thoroughly, ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας Hdt.4.164; σάρκας πυρί E.Cyc.403, cf. Ar.Ach.1005:—Pass., τεμάχη ἐξωπτημένα Pherecr.108.10, cf. Eub.15.8; ἐ. τὴν κάμινον heat it violently, Hdt. 4.163.
II metaph., of love, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ S.Fr.474.3.
German (Pape)
[Seite 887] ausbraten, rösten, backen; σάρκας πυρί Eur. Cycl. 402; τὰ λαγῷα Ar. Ach. 1005; τὴν κάμινον Her. 4, 163. – Übertr., ausdörren, von der Liebe, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ Soph. frg. 421.
French (Bailly abrégé)
ἐξοπτῶ :
faire rôtir ; ἐν καμίνῳ HDT dans un four.
Étymologie: ἐξ, ὀπτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπτάω:
1 прожаривать, изжаривать (σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.);
2 обжигать (τοὺς ἀμφορέας ἐν τῇ καμίνῳ Her.);
3 разжигать, растапливать (τὴν κάμινον Her.);
4 перен. сжигать, опалять (ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ᾽ ἐμέ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπτάω: μέλλ. -ήσω, ὀπτῶ, «ψήνω» καλῶς, ἐν τῇ καμίνῳ Ἡρόδ. 4. 164· σάρκας πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 403, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1005: - Παθ., τεμάχη ἐξωπτημένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 10, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 8· ἐξ. τὴν κάμινον, ὑπερθερμαίνω, Ἡροδ. 4. 163. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Λατ. exurere, ἐκκαίω, κατακαίω, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμὲ Σοφ. Ἀποσπ. 421.
Greek Monotonic
ἐξοπτάω: μέλ. -ήσω,
1. ψήνω καλά, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. υπερθερμαίνω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to bake thoroughly, Hdt., Eur.
2. to heat violently, Hdt.