σάρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saros
|Transliteration C=saros
|Beta Code=sa/ros
|Beta Code=sa/ros
|Definition=or σαρός, ὁ, a Babylonian <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cycle of years</b> (<span class="bibl">3600</span>), <span class="bibl">Abyd.1</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Babylonian <b class="b2">cycle of</b> <span class="bibl">222</span> <b class="b2">months</b>, Suid.</span>
|Definition=or [[σαρός]], ὁ, a [[Babylonian]]<br><span class="bld">A</span> [[cycle of years]] (3600), Abyd.1, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> Babylonian [[cycle of]] 222 [[months]], Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν [[σάρον]], Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν [[σάρον]], Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[balai]].<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. [[σαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σάρος:''' (ᾰ), [[varia lectio|v.l.]] σᾰρός ὁ [[σαίρω]] метла, веник Plut., Anth.
}}
{{ls
|lstext='''σάρος''': ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς [[κύκλος]] ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ἴδε Schmidl.)· [[ὡσαύτως]], [[κύκλος]] 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και σαρός και [[σαιρός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> [[περίοδος]] 18 ετών και 11, 3 [[περίπου]] ημερών, [[κατά]] το [[τέλος]] της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η [[γραμμή]] τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές [[μεταξύ]] τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο [[κύκλος]] τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλδαϊκός]] [[κύκλος]] 3.600 ετών<br /><b>2.</b> [[χαλδαϊκός]] [[κύκλος]] 222 μηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ακκαδ. <i>sh</i><i>ā</i><i>ru</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>saros</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρος Medium diacritics: σάρος Low diacritics: σάρος Capitals: ΣΑΡΟΣ
Transliteration A: sáros Transliteration B: saros Transliteration C: saros Beta Code: sa/ros

English (LSJ)

or σαρός, ὁ, a Babylonian
A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch.
2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
balai.
Étymologie: R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. σαίρω.

Russian (Dvoretsky)

σάρος: (ᾰ), v.l. σᾰρός ὁ σαίρω метла, веник Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α
νεοελλ.
αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3 περίπου ημερών, κατά το τέλος της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η γραμμή τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο κύκλος τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων
αρχ.
1. χαλδαϊκός κύκλος 3.600 ετών
2. χαλδαϊκός κύκλος 222 μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακκαδ. shāru (πρβλ. αγγλ. saros)].