πυκνωτικός: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(13_1)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyknotikos
|Transliteration C=pyknotikos
|Beta Code=puknwtiko/s
|Beta Code=puknwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">serving to close the pores</b>, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. <span class="bibl">Sor.1.50</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.1</span>; <b class="b3">ψυχροί τε καὶ π</b>., of N. winds, <b class="b2">bracing</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>30</span>.</span>
|Definition=πυκνωτική, πυκνωτικόν, [[serving to close the pores]], δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.''CA''2.1; <b class="b3">ψυχροί τε καὶ π.</b>, of N. winds, [[bracing]], Ptol.''Tetr.''30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0816.png Seite 816]] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Oeffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Theile stärken, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0816.png Seite 816]] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Teile stärken, Medic.
}}
{{ls
|lstext='''πυκνωτικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν [[ἤτοι]] συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, [[δύναμις]] π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυκνωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πυκνῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[πύκνωση]] ή αυτός που προκαλεί [[πύκνωση]] τών συστατικών ενός σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί [[τόνωση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνωτικός Medium diacritics: πυκνωτικός Low diacritics: πυκνωτικός Capitals: ΠΥΚΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyknōtikós Transliteration B: pyknōtikos Transliteration C: pyknotikos Beta Code: puknwtiko/s

English (LSJ)

πυκνωτική, πυκνωτικόν, serving to close the pores, δύναμις π. τῶν σωμάτων Dsc.3.22, cf. Sor.1.50, Aret.CA2.1; ψυχροί τε καὶ π., of N. winds, bracing, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 816] dicht od. fest machend, φάρμακα, die die Öffnungen der Haut verschließen oder erschlaffte Teile stärken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνωτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς πύκνωσιν ἤτοι συστολὴν τῶν πόρων τοῦ σώματος, δύναμις π. τῶν σωμάτων Διοσκ. 3. 25, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1· ψυχροί τε καὶ π., ἐπὶ βορείων ἀνέμων, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 30. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυκνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πυκνῶ
ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος
αρχ.
(για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση.