ὀρθρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthridios
|Transliteration C=orthridios
|Beta Code=o)rqri/dios
|Beta Code=o)rqri/dios
|Definition=[ρῐ], η, ον, poet. for <b class="b3">ὄρθριος</b>, <span class="title">AP</span>5.2 (Antip. Thess.).
|Definition=[ρῐ], η, ον, ''poet.'' for [[ὄρθριος]], ''AP''5.2 (Antip. Thess.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] poet. = [[ὄρθριος]], τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ [[οὕτως]] ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] poet. = [[ὄρθριος]], τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ [[οὕτως]] ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀρθρίδιος''': [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄρθριος]], Ἀνθ. Π. 5. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθρίδιος]], -ίη, -ον (Α)<br />όρθριος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρθρος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[αιφνίδιος]], [[παυρίδιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθρίδιος:''' [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί [[ὄρθριος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθρῐ́διος, η, ον [poetic for [[ὄρθριος]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρίδιος Medium diacritics: ὀρθρίδιος Low diacritics: ορθρίδιος Capitals: ΟΡΘΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: orthrídios Transliteration B: orthridios Transliteration C: orthridios Beta Code: o)rqri/dios

English (LSJ)

[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).

Russian (Dvoretsky)

ὀρθρίδιος: (ρῐ) Anth. = ὄρθριος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.

Greek Monolingual

ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφνίδιος, παυρίδιος)].

Greek Monotonic

ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί ὄρθριος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρθρῐ́διος, η, ον [poetic for ὄρθριος, Anth.]