εὐπίνεια: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpineia | |Transliteration C=efpineia | ||
|Beta Code=eu)pi/neia | |Beta Code=eu)pi/neia | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ἡ, perhaps<br><span class="bld">A</span> [[elegance]] of style, Longin.30.1; cf. [[εὐπινής]] II.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">εὐπινείας χάριν</b> for [[embellishment]], Heliod. ap. Orib.49.4.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπίνεια]], ἡ (Α) [[ευπινής]]<br /><b>1.</b> (για ύφος) [[απλότητα]], [[κομψότητα]] εκφράσεως<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]]<br /><b>3.</b> (για σίδηρο) καλή [[ποιότητα]], [[λαμπρότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, perhaps
A elegance of style, Longin.30.1; cf. εὐπινής II.
2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
Greek Monolingual
εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.