οἰκουρικός: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikourikos
|Transliteration C=oikourikos
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to keep at home</b> : <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>16</span>.</span>
|Definition=οἰκουρική, οἰκουρικόν, [[inclined to keep at home]]: <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], Luc. ''Fug.''16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = [[οἰκουρία]], Luc. Fugit. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = [[οἰκουρία]], Luc. Fugit. 16.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[casanier]], [[sédentaire]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
{{ls
|lstext='''οἰκουρικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = [[οἰκουρία]], Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκουρικός]], -ή, -όν (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να μένει στο [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκουρικόν</i><br />η [[διαμονή]] στο [[σπίτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκουρικῶς</i> (Μ)<br />με οικουρικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρικός:''' -ή, -όν ([[οἰκουρέω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να παραμένει [[συνεχώς]] στο [[σπίτι]]· τὸ -κόν = [[οἰκουρία]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκουρικός]], ή, όν [[οἰκουρέω]]<br />inclined to [[keep]] at [[home]]: — τὸ -κόν, = [[οἰκουρία]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρικός Medium diacritics: οἰκουρικός Low diacritics: οικουρικός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: oikourikós Transliteration B: oikourikos Transliteration C: oikourikos Beta Code: oi)kouriko/s

English (LSJ)

οἰκουρική, οἰκουρικόν, inclined to keep at home: τὸ-κόν, = οἰκουρία, Luc. Fug.16.

German (Pape)

[Seite 303] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
casanier, sédentaire.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.

Greek Monolingual

οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) οικουρός
1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόν
η διαμονή στο σπίτι.
επίρρ...
οἰκουρικῶς (Μ)
με οικουρικό τρόπο.

Greek Monotonic

οἰκουρικός: -ή, -όν (οἰκουρέω), αυτός που έχει την τάση να παραμένει συνεχώς στο σπίτι· τὸ -κόν = οἰκουρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

οἰκουρικός, ή, όν οἰκουρέω
inclined to keep at home: — τὸ -κόν, = οἰκουρία, Luc.