ἐλλαμπρύνομαι: Difference between revisions

(5)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ellamprynomai
|Transliteration C=ellamprynomai
|Beta Code=e)llampru/nomai
|Beta Code=e)llampru/nomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gain distinction</b>, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ <span class="bibl">Th.6.12</span>; <b class="b2">pride oneself</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>1</span>; ἔργῳ <span class="bibl">D.C.73.10</span>; ἱππεῦσιν <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>3.66</span>; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.3.4</span>.</span>
|Definition=Pass., [[gain distinction]], ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; [[pride oneself]], Luc.''Dom.''1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.''BC''3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.''AJ''18.3.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ganar lustre]], [[distinguirse con]], en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad</i> Th.6.12, ἱππεῦσιν App.<i>BC</i> 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 6.41.20<br /><b class="num">•</b>abs. [[distinguirse]] Luc.<i>Dom</i>.1, Clem.Al.<i>QDS</i> 1.4.<br /><b class="num">2</b> [[gloriarse de]] c. dat. λόγοις I.<i>AI</i> 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0800.png Seite 800]] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' [[блистать]], [[отличаться]], [[прославляться]] (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐλλαμπρύνομαι''': παθ., λαμπρύνομαι, [[διαπρέπω]], φαίνομαι [[μέγας]]. [[μηδὲ]] τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ [[ἰδίᾳ]] ἐλλαμπρύνεσθαι, [[μηδὲ]] νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται [[ἰδίᾳ]] μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλλαμπρύνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαπρέπω]]<br /><b>2.</b> επιδεικνύομαι, [[καυχιέμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλλαμπρύνομαι:''' (ἐν, [[λαμπρύνω]]), Παθ., [[κερδίζω]] [[υπεροχή]], διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, [[διαπρέπω]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[gain]] [[distinction]], Thuc. [ἐν, [[λαμπρύνω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

English (LSJ)

Pass., gain distinction, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; pride oneself, Luc.Dom.1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.BC3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.AJ18.3.4.

Spanish (DGE)

1 ganar lustre, distinguirse con, en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad Th.6.12, ἱππεῦσιν App.BC 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.HE 6.41.20
abs. distinguirse Luc.Dom.1, Clem.Al.QDS 1.4.
2 gloriarse de c. dat. λόγοις I.AI 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.

German (Pape)

[Seite 800] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλαμπρύνομαι: блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλαμπρύνομαι: παθ., λαμπρύνομαι, διαπρέπω, φαίνομαι μέγας. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται ἰδίᾳ μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.

Greek Monolingual

ἐλλαμπρύνομαι (Α)
1. διαπρέπω
2. επιδεικνύομαι, καυχιέμαι.

Greek Monotonic

ἐλλαμπρύνομαι: (ἐν, λαμπρύνω), Παθ., κερδίζω υπεροχή, διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, διαπρέπω, σε Θουκ.

Middle Liddell

Pass. to gain distinction, Thuc. [ἐν, λαμπρύνω