ἑρμάζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ermazo | |Transliteration C=ermazo | ||
|Beta Code=e(rma/zw | |Beta Code=e(rma/zw | ||
|Definition=(ἕρμα) < | |Definition=([[ἕρμα]])<br><span class="bld">A</span> [[steady]], [[support]], Hp.''Art.''44.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμάζω''': ([[ἕρμα]]), [[στηρίζω]], στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει». | |lstext='''ἑρμάζω''': ([[ἕρμα]]), [[στηρίζω]], στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑρμάζω]] (Α) [[έρμα]]<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἑρμάσαι<br />ἐλαφρῶς περιελίξαι». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἕρμα)
A steady, support, Hp.Art.44.
II ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1032] eine Stütze, ἕρμα, daruntersetzen, feststellen, Hippocr.; mit Ballast füllen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμάζω: (ἕρμα), στηρίζω, στερεώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ὁ δὲ L. Dind διορθοῖ ἡρμάσθαι ἀντὶ ἡρμόσθαι, αὐτόθ. 743 Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρμάσαι· ἐλαφρῶς περιελίξαι» καὶ «ἑρμάσει· μαλάξει, στηρίξει».
Greek Monolingual
ἑρμάζω (Α) έρμα
1. στηρίζω, στερεώνω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι
ἐλαφρῶς περιελίξαι».