βοσκηματώδης: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voskimatodis | |Transliteration C=voskimatodis | ||
|Beta Code=boskhmatw/dhs | |Beta Code=boskhmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=βοσκηματῶδες, [[brutish]], [[bestial]], θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; <b class="b3">ἀναίσθητος καὶ β.</b> Aristid Quint.2.6: coupled with <b class="b3">ζῳ ώδης</b>, Iamb.''Protr.''21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.''in Cra.''p.68P. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br />[[bestial]]unido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.<i>Protr</i>.21.15, [[ἀναίσθητος]] καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes</i> Procl.<i>in Cra</i>.68. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοσκηματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κτηνώδης]], θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224. | |lstext='''βοσκηματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κτηνώδης]], θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βοσκηματώδης]], -ες (AM) [[βόσκημα]]<br />αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, [[ζωώδης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
βοσκηματῶδες, brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.
Spanish (DGE)
-ες
bestialunido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.Protr.21.15, ἀναίσθητος καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes Procl.in Cra.68.
German (Pape)
[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.
Greek Monolingual
βοσκηματώδης, -ες (AM) βόσκημα
αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, ζωώδης.