ἐπινεφής: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epinefis
|Transliteration C=epinefis
|Beta Code=e)pinefh/s
|Beta Code=e)pinefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clouded, dark</b>, [<b class="b3">ἀήρ</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>941a5</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.12.2</span>; <b class="b3">ἐπινεφῆ</b> <b class="b2">a clouded sky</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Vent.</span>51</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">bringing clouds</b>, [<b class="b3">ἄνεμος</b>]ib.<span class="bibl">4</span>.</span>
|Definition=ἐπινεφές,<br><span class="bld">A</span> [[clouded]], [[dark]], ([[ἀήρ]]) Arist.''Pr.''941a5, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.12.2; [[ἐπινεφῆ]] [[a clouded sky]], Id.''Vent.''51.<br><span class="bld">II</span>. [[bringing clouds]], ([[ἄνεμος]])ib.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; [[ἄνεμος]], Gewölk und Regen bringend, id.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; [[ἄνεμος]], Gewölk und Regen bringend, id.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινεφής:''' [[облачный]] ([[ἀήρ]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινεφής''': -ές, ([[νέφος]]) [[συννεφής]], κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, [[σκοτεινός]], ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ [[ὑέτιος]] ([[ἄνεμος]]) [[αὐτόθι]] 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς [[λίπος]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
|lstext='''ἐπινεφής''': -ές, ([[νέφος]]) [[συννεφής]], κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, [[σκοτεινός]], ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ [[ὑέτιος]] ([[ἄνεμος]]) [[αὐτόθι]] 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς [[λίπος]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφής Medium diacritics: ἐπινεφής Low diacritics: επινεφής Capitals: ΕΠΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: epinephḗs Transliteration B: epinephēs Transliteration C: epinefis Beta Code: e)pinefh/s

English (LSJ)

ἐπινεφές,
A clouded, dark, (ἀήρ) Arist.Pr.941a5, Thphr. CP 5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51.
II. bringing clouds, (ἄνεμος)ib.4.

German (Pape)

[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.

Greek Monolingual

ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.