ἐκδικητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdikitikos | |Transliteration C=ekdikitikos | ||
|Beta Code=e)kdikhtiko/s | |Beta Code=e)kdikhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἐκδικητική, ἐκδικητικόν, [[revengeful]], Tz.ad Lyc.406. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vengativo]] δυνάμεις de las Erinis, Tz.<i>ad Lyc</i>.406. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδῐκητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406. | |lstext='''ἐκδῐκητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐκδικητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[εκδίκηση]], που θέλει [[οπωσδήποτε]] να εκδικηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκδίκηση]] ή στον εκδικητή. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκδικητική, ἐκδικητικόν, revengeful, Tz.ad Lyc.406.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.
German (Pape)
[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.