πάννος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pannos | |Transliteration C=pannos | ||
|Beta Code=pa/nnos | |Beta Code=pa/nnos | ||
|Definition=ὁ, = Lat. | |Definition=ὁ, = Lat. [[pannus]], D.C.49.36. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάννος''': ὁ, = τῷ λατ. pannus, [[ῥάκος]], «πανί», Δίων K. 49. 36. | |lstext='''πάννος''': ὁ, = τῷ λατ. pannus, [[ῥάκος]], «πανί», Δίων K. 49. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[πάννος]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογικό αγγειακό [[δίκτυο]] που αναπτύσσεται στην επιπολής [[στιβάδα]] του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα [[σημεία]] του τραχώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αρθρικός]] [[πάννος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κοκκιωματώδης]] [[ιστός]] που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανί]], [[κουρέλι]], [[ράκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pannus</i> «[[πανί]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = Lat. pannus, D.C.49.36.
Greek (Liddell-Scott)
πάννος: ὁ, = τῷ λατ. pannus, ῥάκος, «πανί», Δίων K. 49. 36.
Greek Monolingual
ο / πάννος ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία του τραχώματος
2. φρ. «αρθρικός πάννος»
ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες
αρχ.
πανί, κουρέλι, ράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pannus «πανί»].