μυελοποιός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myelopoios | |Transliteration C=myelopoios | ||
|Beta Code=muelopoio/s | |Beta Code=muelopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=μυελοποιόν, [[making marrow]], i.e. [[strengthening]], Sch. D Od. 2.290. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυελοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν [[μυελόν]], δηλ. ἐνισχύων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Β. 290. | |lstext='''μυελοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν [[μυελόν]], δηλ. ἐνισχύων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Β. 290. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυελοποιός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει μυελό ή αυτός που παρέχει μυελό<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[θρεπτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
μυελοποιόν, making marrow, i.e. strengthening, Sch. D Od. 2.290.
German (Pape)
[Seite 213] markmachend, stärkend, Schol. Od. 2, 290.
Greek (Liddell-Scott)
μυελοποιός: -όν, ὁ ποιῶν μυελόν, δηλ. ἐνισχύων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Β. 290.
Greek Monolingual
μυελοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει μυελό ή αυτός που παρέχει μυελό
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που είναι θρεπτικός.