διάδικος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadikos
|Transliteration C=diadikos
|Beta Code=dia/dikos
|Beta Code=dia/dikos
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch.
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[parte contraria]], [[adversario]] en un litigio <i>Cod.Iust</i>.3.10.1.1, Bass.<i>Suppl</i>.p.45.29, Iust.<i>Edict</i>.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ [[δήμιος]] αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.537A, cf. <i>MAMA</i> 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
|lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Prozessierende]]</i>, Hesych.; <i>der [[Gegner]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῐκος Medium diacritics: διάδικος Low diacritics: διάδικος Capitals: ΔΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: diádikos Transliteration B: diadikos Transliteration C: diadikos Beta Code: dia/dikos

English (LSJ)

τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.

German (Pape)

ὁ, der Prozessierende, Hesych.; der Gegner, Sp.