λαχανωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lachanonymia
|Transliteration C=lachanonymia
|Beta Code=laxanwnumi/a
|Beta Code=laxanwnumi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">naming after</b> <b class="b3">λάχανα</b>, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>4.558</span>.</span>
|Definition=ἡ, naming after [[λάχανα]], Tz.''H.''4.558.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰχᾰνωνυμία''': ἡ, ([[ὄνομα]]) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, [[διότι]] ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.
|lstext='''λᾰχᾰνωνυμία''': ἡ, ([[ὄνομα]]) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, [[διότι]] ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαχανωνυμία]], ἡ (Μ)<br />[[ονομασία]] που δίνεται σε κάποιον από [[λάχανο]] («σὺ [[πλέον]] ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάχανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[πατρωνυμία]], [[φερωνυμία]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνωνῠμία Medium diacritics: λαχανωνυμία Low diacritics: λαχανωνυμία Capitals: ΛΑΧΑΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: lachanōnymía Transliteration B: lachanōnymia Transliteration C: lachanonymia Beta Code: laxanwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, naming after λάχανα, Tz.H.4.558.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνωνυμία: ἡ, (ὄνομα) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, διότι ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.

Greek Monolingual

λαχανωνυμία, ἡ (Μ)
ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -ωνυμία (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρωνυμία, φερωνυμία].