δυσπολιόρκητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_18)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyspoliorkitos
|Transliteration C=dyspoliorkitos
|Beta Code=duspolio/rkhtos
|Beta Code=duspolio/rkhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to take by siege</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.5</span> (Comp.), <span class="bibl">Plb.5.3.4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.10.2</span>; τὸ δ. <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>.</span>
|Definition=δυσπολιόρκητον, [[hard to take by siege]], X.''HG''4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.''AJ''2.10.2; τὸ δ. Corn.''ND''20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inexpugnable]], [[difícil de conquistar por asedio]] χωρίον X.<i>HG</i> 4.8.5, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.12.21, I.<i>AI</i> 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.40, cf. 22.10<br /><b class="num"></b>subst. τὸ δ. [[inexpugnabilidad]] Corn.<i>ND</i> 20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[inexpugnable]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πολιορκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπολιόρκητος:''' [[который трудно осаждать или взять осадой]], [[неприступный]] ([[χωρίον]] Xen.; [[πολισμάτιον]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπολιόρκητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
|lstext='''δυσπολιόρκητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσπολιόρκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσπολιόρκητον</i><br />η [[δυσκολία]] για [[άλωση]] με [[πολιορκία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπολιόρκητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]], [[δυσπόρθητος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσπολιόρκητος]], ον<br />[[hard]] to [[take]] by [[siege]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολιόρκητος Medium diacritics: δυσπολιόρκητος Low diacritics: δυσπολιόρκητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspoliórkētos Transliteration B: dyspoliorkētos Transliteration C: dyspoliorkitos Beta Code: duspolio/rkhtos

English (LSJ)

δυσπολιόρκητον, hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολιόρκητος: который трудно осаждать или взять осадой, неприступный (χωρίον Xen.; πολισμάτιον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.

Greek Monotonic

δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσπολιόρκητος, ον
hard to take by siege, Xen.