παιδόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paidofilos
|Transliteration C=paidofilos
|Beta Code=paido/filos
|Beta Code=paido/filos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving children</b>, fem. <b class="b3">παιδοφίλη</b>, epith. of Demeter, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>40.13</span>; <b class="b3">Γέλλως παιδοφιλωτέρα</b>, of over-fond mothers, Sapph.47.</span>
|Definition=παιδόφιλον, [[loving children]], fem. [[παιδοφίλη]], [[epithet]] of [[Demeter]], Orph.''H.''40.13; <b class="b3">Γέλλως παιδοφιλωτέρα</b>, of over-fond mothers, Sapph.47.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδόφῐλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, [[ἤτοι]] ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.
|lstext='''παιδόφῐλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, [[ἤτοι]] ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παιδόφιλος]], -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα [[παιδιά]], [[φιλότεκνος]]<br /><b>2.</b> [[παιδεραστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοφίλη</i><br />[[προσωνυμία]] της Δήμητρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=παιδόφιλος -η -ον &#91;[[παῖς]], [[φίλος]]] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδόφῐλος Medium diacritics: παιδόφιλος Low diacritics: παιδόφιλος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: paidóphilos Transliteration B: paidophilos Transliteration C: paidofilos Beta Code: paido/filos

English (LSJ)

παιδόφιλον, loving children, fem. παιδοφίλη, epithet of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.

Greek (Liddell-Scott)

παιδόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος
2. παιδεραστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη
προσωνυμία της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.