στηλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stiloeidis
|Transliteration C=stiloeidis
|Beta Code=sthloeidh/s
|Beta Code=sthloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[στυλ-]].</span>
|Definition=στηλοειδές, [[varia lectio|v.l.]] for [[στυλοειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.
|lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[στήλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στηλοειδής]] [[κατάτμηση]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[δομή]] που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος [[κατά]] [[μήκος]] επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια [[σειρά]] από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η [[κλίση]] τών οποίων άλλαξε [[μετά]] την [[έκχυση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυλοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[säulenartig]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοειδής Medium diacritics: στηλοειδής Low diacritics: στηλοειδής Capitals: ΣΤΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēloeidḗs Transliteration B: stēloeidēs Transliteration C: stiloeidis Beta Code: sthloeidh/s

English (LSJ)

στηλοειδές, v.l. for στυλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

στηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στήλην, ἔχων σχῆμα στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με στήλη
2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση»
(πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η κλίση τών οποίων άλλαξε μετά την έκχυση τους
αρχ.
στυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -ειδής].

German (Pape)

ές, säulenartig, Sp.