τεύθριον: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teythrion | |Transliteration C=teythrion | ||
|Beta Code=teu/qrion | |Beta Code=teu/qrion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[πόλιον]], Dsc.3.110.<br><span class="bld">2</span> = [[ἐρυθρόδανον]], ib.143. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | |lstext='''τεύθριον''': τό, [[φυτόν]] τι, = [[πόλιον]], παρὰ Διοσκ. 3. 124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[πόλιον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ερυθρόδανον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[τεύθριον]], μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. [[τευθίς]] «[[καλαμάρι]]», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια [[ρίζα]] με σημ. «[[χρωματίζω]]». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>-<i>dh</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i> [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dheu</i>- «[[τρέχω]], ρέω» (<b>πρβλ.</b> <i>θέω</i>). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή [[άποψη]], το θ. του τ. [[τεύθριον]] απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. <i>teutarakoro</i> = <i>τεύθραγρος</i> με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A = πόλιον, Dsc.3.110.
2 = ἐρυθρόδανον, ib.143.
Greek (Liddell-Scott)
τεύθριον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, παρὰ Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό πόλιον
2. το φυτό ερυθρόδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω της έννοιας του χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω της μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ. «χρωματίζω». Μερικοί αποδίδουν τη σημ. αυτή στην ΙΕ ρίζα dheu-dh- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» (πρβλ. θύω [Ι]), ενώ άλλοι στην ΙΕ ρίζα dheu- «τρέχω, ρέω» (πρβλ. θέω). Σύμφωνα με την δεύτερη αυτή άποψη, το θ. του τ. τεύθριον απαντά και ως α΄ συνθετικό στον μυκην. τ. teutarakoro = τεύθραγρος με πιθ. σημ. «αυτός που μαζεύει πολύχρωμα λουλούδια»].