αἱμυλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aimylomitis
|Transliteration C=aimylomitis
|Beta Code=ai(mulomh/ths
|Beta Code=ai(mulomh/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of winning wiles</b>, h.Merc.13.</span>
|Definition=αἱμυλομήτου, ὁ, [[of winning wiles]], h.Merc.13.
}}
{{DGE
|dgtxt=(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ [[de mente astuta]] de Hermes <i>h.Merc</i>.13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[habile dans l'art de tromper]].<br />'''Étymologie:''' [[αἱμύλος]], [[μῆτις]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>von einschmeichelnder List, H.h. Merc</i>. 13; [[einige]] mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυθον, Ilgen αἰσυλομήτην.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμῠλομήτης:''' [[ласкающийся]], [[вкрадчивый]] ([[παῖς]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμῠλομήτης''': -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς [[πανοῦργος]], Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, [[ἔνθα]] ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.
|lstext='''αἱμῠλομήτης''': -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς [[πανοῦργος]], Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, [[ἔνθα]] ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἱμῠλομήτης:''' -ου, ὁ ([[μήτις]]), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μήτις]]<br />of [[winning]] wiles, Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμῠλομήτης Medium diacritics: αἱμυλομήτης Low diacritics: αιμυλομήτης Capitals: ΑΙΜΥΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: haimylomḗtēs Transliteration B: haimylomētēs Transliteration C: aimylomitis Beta Code: ai(mulomh/ths

English (LSJ)

αἱμυλομήτου, ὁ, of winning wiles, h.Merc.13.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astuta de Hermes h.Merc.13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l'art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

German (Pape)

ὁ, von einschmeichelnder List, H.h. Merc. 13; einige mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυθον, Ilgen αἰσυλομήτην.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μήτις
of winning wiles, Hhymn.