δαιμονοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιμονοπρόσωπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.

Greek Monolingual

δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.