ὑπόδυμα: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodyma | |Transliteration C=ypodyma | ||
|Beta Code=u(po/duma | |Beta Code=u(po/duma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[tunic]], [[undergarment]], IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = [[ὑπεζωκὼς χιτών]], the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.''TP''1.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόδυμα''': τό, [[ὑποδύτης]], [[φόρεμα]] ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. [[ὑπόδυμα]] μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν [[ὅλως]] [[ἄλλῃ]] σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.<br />ὑπόδῠμα: τό, = [[ὑπόζωμα]], Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296. | |lstext='''ὑπόδυμα''': τό, [[ὑποδύτης]], [[φόρεμα]] ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. [[ὑπόδυμα]] μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν [[ὅλως]] [[ἄλλῃ]] σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.<br />ὑπόδῠμα: τό, = [[ὑπόζωμα]], Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑποδύω]]<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[διάφραγμα]], [[υπόζωμα]]<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]], [[υποδύτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, tunic, undergarment, IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = ὑπεζωκὼς χιτών, the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.TP1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδυμα: τό, ὑποδύτης, φόρεμα ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. ὑπόδυμα μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν ὅλως ἄλλῃ σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
ὑπόδῠμα: τό, = ὑπόζωμα, Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296.
Greek Monolingual
-ύματος, τὸ, Α ὑποδύω
1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα
2. ένδυμα, υποδύτης.