ἱπποδιώκτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippodioktis | |Transliteration C=ippodioktis | ||
|Beta Code=i(ppodiw/kths | |Beta Code=i(ppodiw/kths | ||
|Definition= | |Definition=ἱπποδιώκτου, ὁ, Dor. [[ἱπποδιώκτας]], = [[ἱππηλάτης]], [[driver]] or [[rider of steeds]], Theoc.14.12, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; a kind of gladiator, ''IGRom.''4.1455 (Smyrna). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποδιώκτης''': -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους». | |lstext='''ἱπποδιώκτης''': -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποδιώκτης]], δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιππηλάτης]], [[ηνίοχος]], [[αναβάτης]] ατίθασων ίππων<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[είδος]] μονομάχου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποδῐώκτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = [[ἱππηλάτης]], [[οδηγός]] ή [[αναβάτης]] αλόγων, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-[[διώκτης]], ου,<br />a [[driver]] or [[rider]] of steeds, Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱπποδιώκτου, ὁ, Dor. ἱπποδιώκτας, = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδιώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους».
Greek Monolingual
ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.
Greek Monotonic
ἱπποδῐώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.