χόδανος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chodanos | |Transliteration C=chodanos | ||
|Beta Code=xo/danos | |Beta Code=xo/danos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[ἕδρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[χέζω]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χόδᾰνος''': ὁ, ἡ [[ἕδρα]], ὁ [[πρωκτός]], Ἡσύχ. | |lstext='''χόδᾰνος''': ὁ, ἡ [[ἕδρα]], ὁ [[πρωκτός]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἕδρα]], [[πρωκτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χοδ</i>- <i>της</i> ρίζας του ρ. [[χέζω]], με [[επίθημα]] -<i>ανος</i> ([[πρβλ]]. [[στέφανος]]), και αντιστοιχεί ως [[προς]] τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. <i>upa</i>-<i>hadana</i>- «[[κόπρος]], [[περίττωμα]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ- της ρίζας του ρ. χέζω, με επίθημα -ανος (πρβλ. στέφανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa-hadana- «κόπρος, περίττωμα»].