ἐπηρεαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epireastikos
|Transliteration C=epireastikos
|Beta Code=e)phreastiko/s
|Beta Code=e)phreastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">insolent</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.202</span>, Alex. Aphr.<span class="title">in Metaph.</span>308.13. Adv. -κῶς <span class="bibl">Gal.<span class="title">Anim.Pass.</span>1.12</span>,al.</span>
|Definition=ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, [[insolent]], Com.Adesp.202, Alex. Aphr.''in Metaph.''308.13. Adv. [[ἐπηρεαστικῶς]] Gal.''Anim.Pass.''1.12,al.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0921.png Seite 921]] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπηρεαστικός''': -ή, -όν, [[ὑβριστικός]], Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπηρεαστικός]], -ή, -όν) [[επηρεαστής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κατάλληλος]], [[ικανός]] να επηρεάζει<br /><b>μσν.</b><br />(<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ἐπηρεαστικοί</i><br />οι σχετικοί με την [[επιβολή]] φορολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υβριστικός]], [[ταπεινωτικός]]<br /><b>2.</b> [[δόλιος]], προμελετημένος.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεαστικός Medium diacritics: ἐπηρεαστικός Low diacritics: επηρεαστικός Capitals: ΕΠΗΡΕΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epēreastikós Transliteration B: epēreastikos Transliteration C: epireastikos Beta Code: e)phreastiko/s

English (LSJ)

ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. ἐπηρεαστικῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.

German (Pape)

[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.