νεωκόριον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokorion | |Transliteration C=neokorion | ||
|Beta Code=newko/rion | |Beta Code=newko/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[sacristy]], IG11(2).144''B''17 (Delos, iv B.C.), 22.1672.181, al., ''BCH'' 35.243 (pl., Delos, ii B.C.), ''IPE''2.342.4 (Phanagoria): Dor. νᾱκορεῖον ''IG''42(1).109ii 127 (Epid., iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεωκόριον''': τό, [[οἴκημα]] τῶν νεωκόρων, Ἐπιγρ. Δήλου, Bul. de cor. hel. VI, σ. 48, ἔτι σ. 87, σημ. 2. | |lstext='''νεωκόριον''': τό, [[οἴκημα]] τῶν νεωκόρων, Ἐπιγρ. Δήλου, Bul. de cor. hel. VI, σ. 48, ἔτι σ. 87, σημ. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεωκόριον]] και δωρ. τ. [[νακόρειον]], τὸ (Α) [[νεωκόρος]]<br /><b>1.</b> [[σκευοφυλάκιο]] το οποίο βρισκόταν στους ναούς<br /><b>2.</b> ([[κατά]] διάφ. ερμ.) [[οίκημα]] του ναού όπου κατοικούσε ο [[νεωκόρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, sacristy, IG11(2).144B17 (Delos, iv B.C.), 22.1672.181, al., BCH 35.243 (pl., Delos, ii B.C.), IPE2.342.4 (Phanagoria): Dor. νᾱκορεῖον IG42(1).109ii 127 (Epid., iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
νεωκόριον: τό, οἴκημα τῶν νεωκόρων, Ἐπιγρ. Δήλου, Bul. de cor. hel. VI, σ. 48, ἔτι σ. 87, σημ. 2.
Greek Monolingual
νεωκόριον και δωρ. τ. νακόρειον, τὸ (Α) νεωκόρος
1. σκευοφυλάκιο το οποίο βρισκόταν στους ναούς
2. (κατά διάφ. ερμ.) οίκημα του ναού όπου κατοικούσε ο νεωκόρος.