παχύπους: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_14)
m (elru replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachypous
|Transliteration C=pachypous
|Beta Code=paxu/pous
|Beta Code=paxu/pous
|Definition=[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thick-footed</b>, v.l. in <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>557a23</span>, cf. Adam.2.48.</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, [[thick-footed]], [[varia lectio|v.l.]] in [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''557a23, cf. Adam.2.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾱχύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.
|lstext='''πᾰχύπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />αυτός που έχει παχιά πόδια, [[χοντροπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[πλατύπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύπους Medium diacritics: παχύπους Low diacritics: παχύπους Capitals: ΠΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: pachýpous Transliteration B: pachypous Transliteration C: pachypous Beta Code: paxu/pous

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, thick-footed, v.l. in Arist.HA557a23, cf. Adam.2.48.

German (Pape)

[Seite 539] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.

Russian (Dvoretsky)

πᾱχύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει παχιά πόδια, χοντροπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύπους].