σχηματοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schimatothiki
|Transliteration C=schimatothiki
|Beta Code=sxhmatoqh/kh
|Beta Code=sxhmatoqh/kh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">magazine of gestures</b>, of a parasite, <span class="bibl">Clearch. 25</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[magazine of gestures]], of a parasite, Clearch. 25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχημᾰτοθήκη''': ἡ, = [[ἀποθήκη]] σχημάτων, ἐπὶ κόλακος, [[ὅστις]] λαμβάνει παντοῖα σχήματα οὐ μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς λόγους, Ἀθήν. 258Α.
|lstext='''σχημᾰτοθήκη''': ἡ, = [[ἀποθήκη]] σχημάτων, ἐπὶ κόλακος, [[ὅστις]] λαμβάνει παντοῖα σχήματα οὐ μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς λόγους, Ἀθήν. 258Α.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) [[αποθήκη]] σχημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] ([[πρβλ]]. [[βιβλιοθήχη]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτοθήκη Medium diacritics: σχηματοθήκη Low diacritics: σχηματοθήκη Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΘΗΚΗ
Transliteration A: schēmatothḗkē Transliteration B: schēmatothēkē Transliteration C: schimatothiki Beta Code: sxhmatoqh/kh

English (LSJ)

ἡ, magazine of gestures, of a parasite, Clearch. 25.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, Magazin, Vorrathskammer von Gestalten, Gebehrden, Grimassen, Ath. VI, 258 a.

Greek (Liddell-Scott)

σχημᾰτοθήκη: ἡ, = ἀποθήκη σχημάτων, ἐπὶ κόλακος, ὅστις λαμβάνει παντοῖα σχήματα οὐ μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς λόγους, Ἀθήν. 258Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) αποθήκη σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήχη)].