σχηματοθήκη
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
ἡ, magazine of gestures, of a parasite, Clearch. 25.
German (Pape)
[Seite 1055] ἡ, Magazin, Vorrathskammer von Gestalten, Gebehrden, Grimassen, Ath. VI, 258 a.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτοθήκη: ἡ, = ἀποθήκη σχημάτων, ἐπὶ κόλακος, ὅστις λαμβάνει παντοῖα σχήματα οὐ μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς λόγους, Ἀθήν. 258Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) αποθήκη σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήχη)].