κοινοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(6_7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
|lstext='''κοινοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αξιοπρεπής]], [[ευπρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῦ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, ευπρεπής].