περίλαμπρος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_16) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], ἀκτινοβόλος, Βυζ. | |lstext='''περίλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], ἀκτινοβόλος, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[περίλαμπρος]], -ον, θηλ. και -η, ΝΜ<br />αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από [[παντού]], [[περιλαμπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίφημος]], [[ξακουστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιλάμπρως</i> ΝΜ και <i>περίλαμπρα</i> Ν<br />με περίλαμπρο τρόπο, με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαμπρός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 582] sehr glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, ἀκτινοβόλος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίλαμπρος, -ον, θηλ. και -η, ΝΜ
αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής
νεοελλ.
περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν
με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαμπρός.