κεντροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kentroforos
|Transliteration C=kentroforos
|Beta Code=kentrofo/ros
|Beta Code=kentrofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a sting</b>, Id. s.v. [[τενθρηδών]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Subst., -<b class="b3">φόρος, ὁ,</b> = [[κεντρίνης]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.244</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">containing the centre of the universe</b>, Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>.</span>
|Definition=κεντροφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[with a sting]], Id. [[sub verbo|s.v.]] [[τενθρηδών]].<br><span class="bld">2</span> Subst., -<b class="b3">φόρος, ὁ,</b> = [[κεντρίνης]] ''1'', Opp.''H.''4.244.<br><span class="bld">II</span> [[containing the centre of the universe]], Porph. ap. Eus.''PE''3.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντροφόρος''': -ον, ἔχων [[κέντρον]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.
|lstext='''κεντροφόρος''': -ον, ἔχων [[κέντρον]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κεντροφόρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεντροφόρος]]<br />ο [[κεντρίνης]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελεί το [[κέντρο]] της οικουμένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[βαθμοφόρος]], [[πυρφόρος]]. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>centrophorus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροφόρος Medium diacritics: κεντροφόρος Low diacritics: κεντροφόρος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kentrophóros Transliteration B: kentrophoros Transliteration C: kentroforos Beta Code: kentrofo/ros

English (LSJ)

κεντροφόρον,
A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών.
2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244.
II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.

Greek Monolingual

-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ.κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμοφόρος, πυρφόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].