Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκώνια: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokonia
|Transliteration C=prokonia
|Beta Code=prokw/nia
|Beta Code=prokw/nia
|Definition=<b class="b3">ἄλφιτα, τά,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">groats of fresh</b> or <b class="b2">unroasted barley</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 2.110</span>: without <b class="b3">ἄλφιτα</b>, <span class="title">IG</span>22.1672.280, <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span>83</span>, Ar.Byz. ap. Harp., etc.; but expld. as <b class="b2">groats of wheat and barley</b>, <span class="bibl">Anticl.<span class="title">Fr.</span>17</span>, as <b class="b3">πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι</b>, Did. ap. Harp., as <b class="b3">κάχρυς κατηριγμέναι μετ' ἀρωμάτων</b>, <span class="bibl">Demon 22</span>: written πρόκωνα, <span class="bibl">Poll.6.77</span>:—also <span class=foreign>πυροὶ προκωνίαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>58</span>.
|Definition=[[ἄλφιτα]], τά, [[groat]]s of [[fresh]] or [[unroasted]] [[barley]], Hp.''Mul.'' 2.110: without [[ἄλφιτα]], ''IG''22.1672.280, Lycurg.''Fr.''83, Ar.Byz. ap. Harp., etc.; but expld. as [[groats of wheat and barley]], Anticl.''Fr.''17, as <b class="b3">πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι</b>, Did. ap. Harp., as <b class="b3">κάχρυς κατηριγμέναι μετ' ἀρωμάτων</b>, Demon 22: written πρόκωνα, Poll.6.77:—also πυροὶ προκωνίαι Hp.''Nat.Mul.''58.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκώνια''': (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τά, τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν ἄλφιτα, Ἱππ. 638, 5, Λυκοῦργ. κ. ἄλλ. παρ’ Ἁρποκρ., Γαλην., Φώτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] πυροὶ προκωνίαι, Ἱππ. 581. 20· [[ὡσαύτως]] πρόκωνα, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 77. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: «[[προκώνια]]: Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου. Δίδυμος [[προκώνια]] φησὶν “ἐστὶ πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι”, Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν οὕτω φασὶν ὀνομάζεσθαι, ἔοικε δὲ καὶ ἐκ πυρῶν καὶ κριθῶν γίνεσθαι, ὡς Αὐτοκλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει. Δήμων δὲ ἐν τῷ περὶ Θυσιῶν φησι “καὶ προκώνιά ἐστι [[κάχρυς]] κατηρειγμέναι [[μετὰ]] ἀρωμάτων”».
|lstext='''προκώνια''': (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τά, τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν ἄλφιτα, Ἱππ. 638, 5, Λυκοῦργ. κ. ἄλλ. παρ’ Ἁρποκρ., Γαλην., Φώτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] πυροὶ προκωνίαι, Ἱππ. 581. 20· [[ὡσαύτως]] πρόκωνα, Πολυδ. Ϛ΄, 77. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: «[[προκώνια]]: Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου. Δίδυμος [[προκώνια]] φησὶν “ἐστὶ πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι”, Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν οὕτω φασὶν ὀνομάζεσθαι, ἔοικε δὲ καὶ ἐκ πυρῶν καὶ κριθῶν γίνεσθαι, ὡς Αὐτοκλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει. Δήμων δὲ ἐν τῷ περὶ Θυσιῶν φησι “καὶ προκώνιά ἐστι [[κάχρυς]] κατηρειγμέναι μετὰ ἀρωμάτων”».
}}
{{grml
|mltxt=και [[πρόκωνα]] [ενν. <i>ἄλφιτα</i>], τὰ, Α<br />χονδροαλεσμένοι σπόροι φρέσκου ή άψητου κριθαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κῶνος]] «[[κουκουνάρι]]» με την [[έννοια]] ότι οι αλεσμένοι σπόροι δεν ήταν δυνατόν να πλάθονται].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: with or ithout [[ἄλφιτα]], flour of barley (Hp., Att. inscr.); s. the Thesaurus.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
{{pape
|ptext=τά, = [[πρόκωνα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκώνια Medium diacritics: προκώνια Low diacritics: προκώνια Capitals: ΠΡΟΚΩΝΙΑ
Transliteration A: prokṓnia Transliteration B: prokōnia Transliteration C: prokonia Beta Code: prokw/nia

English (LSJ)

ἄλφιτα, τά, groats of fresh or unroasted barley, Hp.Mul. 2.110: without ἄλφιτα, IG22.1672.280, Lycurg.Fr.83, Ar.Byz. ap. Harp., etc.; but expld. as groats of wheat and barley, Anticl.Fr.17, as πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι, Did. ap. Harp., as κάχρυς κατηριγμέναι μετ' ἀρωμάτων, Demon 22: written πρόκωνα, Poll.6.77:—also πυροὶ προκωνίαι Hp.Nat.Mul.58.

Greek (Liddell-Scott)

προκώνια: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τά, τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν ἄλφιτα, Ἱππ. 638, 5, Λυκοῦργ. κ. ἄλλ. παρ’ Ἁρποκρ., Γαλην., Φώτ., κλπ.· ὡσαύτως πυροὶ προκωνίαι, Ἱππ. 581. 20· ὡσαύτως πρόκωνα, Πολυδ. Ϛ΄, 77. ― Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: «προκώνια: Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου. Δίδυμος προκώνια φησὶν “ἐστὶ πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι”, Ἀριστοφάνης δὲ ὁ γραμματικὸς καὶ Κράτης τὰ ἐξ ἀφρύκτων κριθῶν οὕτω φασὶν ὀνομάζεσθαι, ἔοικε δὲ καὶ ἐκ πυρῶν καὶ κριθῶν γίνεσθαι, ὡς Αὐτοκλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει. Δήμων δὲ ἐν τῷ περὶ Θυσιῶν φησι “καὶ προκώνιά ἐστι κάχρυς κατηρειγμέναι μετὰ ἀρωμάτων”».

Greek Monolingual

και πρόκωνα [ενν. ἄλφιτα], τὰ, Α
χονδροαλεσμένοι σπόροι φρέσκου ή άψητου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κῶνος «κουκουνάρι» με την έννοια ότι οι αλεσμένοι σπόροι δεν ήταν δυνατόν να πλάθονται].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: with or ithout ἄλφιτα, flour of barley (Hp., Att. inscr.); s. the Thesaurus.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

German (Pape)

τά, = πρόκωνα.