εὐσκευέω: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efskeveo
|Transliteration C=efskeveo
|Beta Code=eu)skeue/w
|Beta Code=eu)skeue/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be well equipped</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>823</span>.</span>
|Definition=to [[be well equipped]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''823.
}}
{{bailly
|btext=[[εὐσκευῶ]] :<br />[[être bien équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>wohl [[gerüstet]] sein</i>, Soph. <i>Aj</i>. 810. Von [[εὔσκευος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσκευέω:''' [[быть тщательно снаряженным]], [[быть хорошо подготовленным]]: [[οὕτω]] μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐσκευέω]], [as if from [[εὔσκευος]]<br />to be well equipt, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

to be well equipped, S.Aj.823.

French (Bailly abrégé)

εὐσκευῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

German (Pape)

wohl gerüstet sein, Soph. Aj. 810. Von εὔσκευος.

Russian (Dvoretsky)

εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐσκευέω, [as if from εὔσκευος
to be well equipt, Soph.