ἡρωίνη: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_12)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iroini
|Transliteration C=iroini
|Beta Code=h(rwi/nh
|Beta Code=h(rwi/nh
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ἡ</b>, fem. of <b class="b3">ἥρως</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heroine</b>, <span class="bibl">Theoc. 13.20</span>, <span class="bibl">26.36</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>161</span>, <span class="bibl">D.P.1022</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>15</span>, <span class="bibl">D.C.48.50</span>: contr. ἡρῴνη, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>315</span>, <span class="title">IG</span>14.1389i55, 22.1358.8, al.; ἠροΐνα ib.12(2).228 (Mytil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a deceased woman</b> (cf. ἥρως 11), <span class="title">CIG</span>2259 (Samos), <span class="title">IG</span>3.889; of a deified Empress, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>334b</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ἡ, fem. of [[ἥρως]],<br><span class="bld">A</span> [[heroine]], Theoc. 13.20, 26.36, Call.Del.161, D.P.1022, Luc.Nec.15, D.C.48.50: contr. [[ἡρῴνη]], Ar.Nu.315, IG14.1389i55, 22.1358.8, al.; [[ἠροΐνα]] ib.12(2).228 (Mytil.).<br><span class="bld">II</span> a [[deceased woman]] (cf. [[ἥρως]] II), CIG2259 (Samos), IG3.889; of a deified Empress, Jul.Caes.334b.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡρωίνη''': ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἥρως]], ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. [[ἥρως]] ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.
|lstext='''ἡρωίνη''': ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἥρως]], ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. [[ἥρως]] ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἡρωΐνη]] και ἡρῴνη και ἠροΐνα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(θηλ. του [[ήρως]]) [[ηρωίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το [[ήρως]], ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>heroine</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>hero</i>- του γαλλ. ιατρικού όρου <i>heroique</i> «[[δραστικός]], [[ισχυρός]], [[τολμηρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡρωίνη:''' [ῑ], ἡ, θηλ. του [[ἥρως]], [[ηρωίδα]], σε Θεόκρ.· συνηρ. [[ἡρῴνη]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[heroine]], Theocr.; contr. [[ἡρῴνη]], Ar. (fem. of [[ἥρως]])
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 22 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρωίνη Medium diacritics: ἡρωίνη Low diacritics: ηρωίνη Capitals: ΗΡΩΙΝΗ
Transliteration A: hērōínē Transliteration B: hērōinē Transliteration C: iroini Beta Code: h(rwi/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, fem. of ἥρως,
A heroine, Theoc. 13.20, 26.36, Call.Del.161, D.P.1022, Luc.Nec.15, D.C.48.50: contr. ἡρῴνη, Ar.Nu.315, IG14.1389i55, 22.1358.8, al.; ἠροΐνα ib.12(2).228 (Mytil.).
II a deceased woman (cf. ἥρως II), CIG2259 (Samos), IG3.889; of a deified Empress, Jul.Caes.334b.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωίνη: ῑ, ἡ, θηλ. τοῦ ἥρως, ἡρωΐς (ἡρώϊσσα), Θεόκρ. 13. 20., 26. 36, Καλλ. εἰς Δῆλ. 161, Διον. Π. 1022· συνῃρ. ἡρῴνη, Ἀριστοφ. Νεφ. 315, Ἀνθ. Π. παραρτ. 51. 55. 2) γυνὴ ἀποθανοῦσα, μακαρῖτις (πρβλ. ἥρως ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2259.

Greek Monolingual

η (Α ἡρωΐνη και ἡρῴνη και ἠροΐνα)
νεοελλ.
(φαρμ.) παράγωγο της μορφίνης το οποίο προκαλεί εθισμό σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
αρχ.
(θηλ. του ήρως) ηρωίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προήλθε από το ήρως, ενώ με τη νεοελλ. σημ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. heroine < θ. hero- του γαλλ. ιατρικού όρου heroique «δραστικός, ισχυρός, τολμηρός» + -ine)].

Greek Monotonic

ἡρωίνη: [ῑ], ἡ, θηλ. του ἥρως, ηρωίδα, σε Θεόκρ.· συνηρ. ἡρῴνη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a heroine, Theocr.; contr. ἡρῴνη, Ar. (fem. of ἥρως)