τετραέλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraeliks
|Transliteration C=tetraeliks
|Beta Code=tetrae/lic
|Beta Code=tetrae/lic
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">four times wound round</b>: <b class="b3">τετραέλιξ, ἡ</b>, a plant of the thistle kind, Id.; <b class="b3">τετράλιξ</b> in codd. of <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.4.4</span>.</span>
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, [[four times wound round]]: [[τετραέλιξ]], ἡ, a plant of the thistle kind, Id.; [[τετράλιξ]] in codd. of [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.4.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετραέλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ [[τετράκις]] περιειλημμένος ἢ [[πολυέλιξ]]· [[τετραέλιξ]], ἡ, [[φυτόν]] τι ἀκανθοειδές, Ἡσύχ.· [[τετράλιξ]] ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 4.
|lstext='''τετραέλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ [[τετράκις]] περιειλημμένος ἢ [[πολυέλιξ]]· [[τετραέλιξ]], ἡ, [[φυτόν]] τι ἀκανθοειδές, Ἡσύχ.· [[τετράλιξ]] ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει περιτυλιχθεί [[τέσσερεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[τετραέλιξ]]<br />[[είδος]] ακανθοειδούς φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλιξ]], -<i>ικος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλιξ Medium diacritics: τετραέλιξ Low diacritics: τετραέλιξ Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΞ
Transliteration A: tetraélix Transliteration B: tetraelix Transliteration C: tetraeliks Beta Code: tetrae/lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, four times wound round: τετραέλιξ, ἡ, a plant of the thistle kind, Id.; τετράλιξ in codd. of Thphr. HP 6.4.4.

German (Pape)

[Seite 1097] ικος, ὁ, ἡ, viermal gewunden, herumgeschlungen; ἡ τετραέλιξ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τετράκις περιειλημμένος ἢ πολυέλιξ· τετραέλιξ, ἡ, φυτόν τι ἀκανθοειδές, Ἡσύχ.· τετράλιξ ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 4.

Greek Monolingual

-ικος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές
2. το θηλ.τετραέλιξ
είδος ακανθοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἕλιξ, -ικος].