μελαναθήρ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_2)
 
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μελαναθήρ
|Medium diacritics=μελαναθήρ
|Low diacritics=μελαναθήρ
|Capitals=ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ
|Transliteration A=melanathḗr
|Transliteration B=melanathēr
|Transliteration C=melanathir
|Beta Code=melanaqh/r
|Definition=[[σῖτος]], -έρος, ὁ, [[dark kind of summer-wheat]], ''Gp.'' 3.3.11 ([[μελαναίθηρ]] Hsch.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
|lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαναθήρ]], -[[έρος]], ὁ (Μ)<br /><b>φρ.</b> «[[μελαναθήρ]] σῖτος» — [[είδος]] μαύρου σίτου που σπέρνεται [[κατά]] την [[άνοιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀθήρ]] «το [[αγκάθι]] του σταχιού»].
}}
{{pape
|ptext=έρος, ὁ, bei Hesych. [[μελαναίθηρ]], <i>eine [[besondere]] Weizenart, Geop</i>.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 8 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαναθήρ Medium diacritics: μελαναθήρ Low diacritics: μελαναθήρ Capitals: ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ
Transliteration A: melanathḗr Transliteration B: melanathēr Transliteration C: melanathir Beta Code: melanaqh/r

English (LSJ)

σῖτος, -έρος, ὁ, dark kind of summer-wheat, Gp. 3.3.11 (μελαναίθηρ Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῖτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].

German (Pape)

έρος, ὁ, bei Hesych. μελαναίθηρ, eine besondere Weizenart, Geop.