τετράλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράλεκτος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες [[τετράκις]] ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.
|lstext='''τετράλεκτος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες [[τετράκις]] ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που επαναλαμβάνεται [[τέσσερεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[τρίλεκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τετράλεκτος: -ον, ὁ τετράκις λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες τετράκις ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. τρίλεκτος].