καινοπραξία: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(6_9)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοπραξία''': ἡ, = [[καινοπραγία]], Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.
|lstext='''καινοπραξία''': ἡ, = [[καινοπραγία]], Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινοπραξία]], ἡ (Μ)<br />[[καινοπραγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράττω]]), [[πρβλ]]. [[δικαιοπραξία]], [[κοινοπραξία]]].
}}
{{pape
|ptext=[ρᾱ], ἡ, = [[καινοποιΐα]], Eust.
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

καινοπραξία: ἡ, = καινοπραγία, Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.

Greek Monolingual

καινοπραξία, ἡ (Μ)
καινοπραγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιοπραξία, κοινοπραξία].

German (Pape)

[ρᾱ], ἡ, = καινοποιΐα, Eust.