Νειλώτης: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_19) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Neilōtēs | |Transliteration B=Neilōtēs | ||
|Transliteration C=Neilotis | |Transliteration C=Neilotis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*neilw/ths | ||
|Definition= | |Definition=Νειλώτου, ὁ, in or [[on the Nile]], Ath.7.309a: fem., <b class="b3">Νειλῶτις χθών</b> the land [[of the Nile]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''814. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite <i>ou</i> qui se trouve sur les bords du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[Νεῖλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Νειλώτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 309Α· ― θηλ. Νειλῶτις [[χθών]], ἡ [[χώρα]] τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 814. | |lstext='''Νειλώτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 309Α· ― θηλ. Νειλῶτις [[χθών]], ἡ [[χώρα]] τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 814. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[Νειλώτης]], θηλ. Νειλῶτις, -ιδος) [[Νείλος]]<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] ή [[μέσα]] στον Νείλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Νειλώτες</i><br />[[σύνολο]] νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο [[δέρμα]] και πολύ [[μακριά]] πόδια, αλλ. νειλωτικό [[φύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νειλῶτις [[χθών]]» — η [[χώρα]] του Νείλου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Νειλώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω στον Νείλο· θηλ. [[Νειλῶτις]] [[χθών]], η γη του Νείλου, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Νειλώτης]], ου, ὁ,<br />in or on the [[Nile]]:—fem., [[Νειλῶτις]] [[χθών]] the [[land]] of [[Nile]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 7 February 2024
English (LSJ)
Νειλώτου, ὁ, in or on the Nile, Ath.7.309a: fem., Νειλῶτις χθών the land of the Nile, A.Pr.814.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite ou qui se trouve sur les bords du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.
Greek (Liddell-Scott)
Νειλώτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 309Α· ― θηλ. Νειλῶτις χθών, ἡ χώρα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 814.
Greek Monolingual
ο (Α Νειλώτης, θηλ. Νειλῶτις, -ιδος) Νείλος
αυτός που κατοικεί κοντά ή μέσα στον Νείλο
νεοελλ.
στον πληθ. οι Νειλώτες
σύνολο νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο δέρμα και πολύ μακριά πόδια, αλλ. νειλωτικό φύλο
αρχ.
φρ. «νειλῶτις χθών» — η χώρα του Νείλου.
Greek Monotonic
Νειλώτης: -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω στον Νείλο· θηλ. Νειλῶτις χθών, η γη του Νείλου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Νειλώτης, ου, ὁ,
in or on the Nile:—fem., Νειλῶτις χθών the land of Nile, Aesch.